- μέταλλο
- Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή μάζα είναι λευκό - αργυρόχρωμο (με εξαίρεση τον χρυσό και τον χαλκό που είναι αντίστοιχα κίτρινος και κόκκινος) με μια χαρακτηριστική μεταλλική λάμψη, περισσότερο ή λιγότερο έντονη, ενώ, όταν μεταβληθούν σε σκόνη, τα μ. παίρνουν συνήθως μαύρο χρώμα. Τα περισσότερα μέταλλα χαρακτηρίζονται από καλή μηχανική αντίσταση και είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού και της θερμότητας. Όσον αφορά το ειδικό βάρος των μ. παρατηρείται μεγάλη ποικιλία στις τιμές, αφού αρχίζουν από 0,53 γραμμάρια ανά κ. εκ. που παρουσιάζει το λίθιο και φτάνουν έως 22,48 γραμμάρια ανά κ. εκ. που είναι το ειδικό βάρος του οσμίου. Από χημική άποψη, μεταξύ των μ. κατατάσσονται τα στοιχεία εκείνα που κατά την ηλεκτρόλυση παρουσιάζουν θετική ηλεκτρική φόρτιση και δίνουν βασικά οξείδια. Είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι στο περιοδικό σύστημα των στοιχείων η αλλαγή των ιδιοτήτων από το ένα στοιχείο στο άλλο επέρχεται βαθμηδόν, έτσι ώστε να μην υφίσταται σαφής διαχωρισμός των μ. από τα αμέταλλα.
Ο περαιτέρω διαχωρισμός των μετάλλων από τα υπόλοιπα στοιχεία μπορεί να γίνει με βάση την εσωτερική δομή τους, μελετώντας δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα συνδέονται μεταξύ τους για να σχηματίσουν τη μεταλλική μάζα. Η μελέτη του λεγόμενου μεταλλικού δεσμού σχετίζεται με την εφαρμογή της μικροσκοπικής παρατήρησης των μ., διαδικασία που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα. Αργότερα με τη διενέργεια των πρώτων πειραμάτων από τους Φρίντριχ, Κνίπινγκ και φον Λάουε (1912) και με τις εργασίες του Μπραγκ (1913) που ακολούθησαν, αποτέλεσαν και οι ακτίνες X ένα εξαιρετικό μέσο έρευνας, αφού καθιστούν δυνατή τη διείσδυση στην εσωτερική δομή των κρυστάλλων. Τα μ. έχουν κρυσταλλική σύσταση και είναι επομένως σχηματισμένα από συγκεντρώσεις μικρότατων κρυστάλλων, που ανήκουν κυρίως στο κυβικό και στο εξαγωνικό σύστημα. Οι χαρακτηριστικές θέσεις του κρυσταλλικού πλέγματος καταλαμβάνονται από τα ιόντα του μ., ενώ τα ηλεκτρόνια παραμένουν στο εσωτερικό του κρυστάλλου, ανάμεσα σε όλα τα ιόντα, συγκεντρωμένα κατά θέσεις. Η σταθερότητα του μεταλλικού δεσμού στηρίζεται στην αμοιβαία ηλεκτροστατική έλξη ανάμεσα στα ιόντα του μ., που είναι φορτισμένα θετικά, και στο σύνολο των ηλεκτρονίων, που είναι φορτισμένα αρνητικώς (ηλεκτρονικό νέφος).
Η κρυσταλλική δομή και ο μεταλλικός δεσμός προσδίδουν στα μέταλλα τις ιδιαίτερες φυσικές ιδιότητές τους, όπως στην περίπτωση της ηλεκτρικής αγωγιμότητας, η οποία εξηγείται με τη μεγάλη κινητικότητα που παρουσιάζουν τα ηλεκτρόνια, στα οποία άλλωστε οφείλεται το ηλεκτρικό ρεύμα. Ακόμη οι ιδιότητες της ευηλασίας και της ελατότητας, όπως και η αντίσταση στον εφελκυσμό και στην κρούση, ερμηνεύονται με τη συμπαγή δομή και την ικανότητα που διαθέτουν οι κρύσταλλοι να γλιστρούν ο ένας πάνω στον άλλο, κατά καθορισμένα επίπεδα.
Τα μ. αξιοποιούνται σε καθαρή κατάσταση για ορισμένες χρήσεις, αλλά εφαρμόζονται ευρύτερα αναμειγμένα μεταξύ τους (κράμα).
Η πρόοδος της ανθρωπότητας συνδέεται κατά ένα μεγάλο μέρος με την ανακάλυψη και τη χρησιμοποίηση των μ. Από τους πρωτόγονους πολιτισμούς του λίθου και του ξύλου, η ανθρωπότητα πέρασε προοδευτικά στον πολιτισμό του χαλκού, του ορείχαλκου και του σιδήρου· ο σημερινός πολιτισμός μπορεί να οριστεί ως ο πολιτισμός του χάλυβα και των κραμάτων. Η διαδοχή των πολιτισμών επήλθε μέσα σε ένα χρονικό διάστημα περίπου 5.000 ετών, σύντομο σχετικά αν συγκριθεί με το διάστημα που μεσολάβησε από την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου πάνω στη Γη. Κατά τα τελευταία 50 χρόνια, αυτή η πρόοδος σημείωσε αλματώδη ανάπτυξη και συνεχίζεται με διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό. Η αεροδιαστημική βιομηχανία συνδέεται με τη χρήση των μ. και των ελαφρών κραμάτων. Το πρώτο μ. που χρησιμοποιήθηκε στην αεροναυτική υπήρξε το αλουμίνιο, ακολούθησε το μαγνήσιο και στη συνέχεια το βηρύλλιο. Μετά το 1960, η ολοένα μεγαλύτερη χρήση του τιτανίου σε αυτόν τον τομέα είχε επιφέρει μια έλλειψη στα εργαστήρια, ενώ σήμερα διαθέτεται άφθονο.
Η κρυσταλλική δομή είναι χαρακτηριστική των κρυστάλλων. Τα μέταλλα κρυσταλλώνονται γενικά σε απλές κρυσταλλικές μορφές, στο κυβικό ή στο εξαγωνικό σύστημα, δημιουργώντας κυβικά σχήματα με κεντρωμένες έδρες (Α), κυβικά σχήματα με κεντρωμένο σώμα (Β) ή συμπαγή εξάγωνα (Γ).
* * *το (ΑM μέταλλον, Μ και μέταλλο)νεοελλ.1. στερεό ορυκτό με ιδιάζουσα λάμψη και αντοχή, καλός αγωγός τής θερμότητας και τού ηλεκτρισμού, το οποίο έχει την ιδιότητα να σχηματίζει οξείδια, ιδίως βασικά2. (ως χαρακτηριστικό τής φωνής ή τού ήχου) καθαρός, με καθαρό τόνο και δυνατός («έχει φωνή μέταλλο»)3. φρ. α) «ευγενή μέταλλα» — ο χρυσός, ο λευκόχρυσος και ο άργυρος, τών οποίων κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι δεν οξειδώνονταιβ) «πολύτιμα μέταλλα» — τα μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική αξία, κυρίως ο χρυσός και ο άργυροςγ) «αυτοφυή μέταλλα» — κοιτάσματα μετάλλων που απαντούν στη φύση σε σχεδόν καθαρή μορφήδ) «εποχή τού μετάλλου» — η περίοδος τής ιστορίας τού ανθρώπου στη Γη από την αρχή τής χρήσης τών μετάλλων μέχρι σήμεραμσν.1. μεταλλικό μουσικό όργανο2. ετήσιος φόρος από εκμετάλλευση μεταλλείουμσν.-αρχ.μεταλλείο, ορυχείο («χρυσέων καὶ ἀργυρέων μετάλλων», Ηρόδ.)αρχ.1. λατομείο («μαρμάρου μέταλλον», Στράβ.)2. (σε πολιορκία) υπόνομος («ἐτοιμάσας παρασκευὴν ἤρξατο πολιορκεῑν διὰ τῶν μετάλλων», Πολ.)3. μτφ. εργασία («οὐδ' ἐν τοῑς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μέταλλον», Αλκίφρ.)4. καθετί που εξορύσσεται5. φρ. «ἁλὸς μέταλλον» — αλατωρυχείο (Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί η άποψη, που θεωρείται και η πιθανότερη, ότι η λ. μέταλλον είναι υποχωρητικό παράγωγο τού ρήματος μεταλλῶ (πιθ. από τη φράση μετ' ἄλλα «προς αναζήτηση άλλων πραγμάτων»). Κατ' άλλους το ρ. μεταλλῶ καθώς και η λ. μέταλλο είναι δάνειοι τεχνικοί όροι (πιθ. πελασγικοί) που χρησιμοποιήθηκαν από τους επικούς ποιητές. Τη λ. μέταλλο δανείστηκε η λατ. (πρβλ. λατ. metallum) από αυτήν η λ. πέρασε και στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. metal, γαλλ. metal, ιταλ. metallo). Ο μσν. τ. μέταλλο «μεταλλικό μουσικό όργανο» είναι αντιδάνεια λ. (< ιταλ. metallo < λατ. metallum < μέταλλον). Τέλος, η λ. μέταλλο εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μια σειρά ξένων επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στην ελλ. ως αντιδάνειοι: μεταλλο-χημεία (πρβλ. γαλλ. metallo-chimie), μεταλλοχρωμία (πρβλ. γαλλ. metallo-chromie) κ.ά.ΠΑΡ. μεταλλείο, μεταλλεύω, μεταλλικός, μεταλλίτηςαρχ.μεταλλεύςαρχ.-μσν.μεταλλίζωνεοελλ.μετάλλινος, μετάλλιο, μεταλλώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μεταλλουργός, μεταλλωρύχοςαρχ.μεταλλάρχης, μεταλλόχρυσοςνεοελλ.μεταλλαγωγός, μεταλλοβιομηχανία, μεταλλογένεια, μεταλλογένεση, μεταλλογνωσία, μεταλλογράφος, μεταλλοειδής, μεταλλοθεραπεία, μεταλλοκαρβονύλιο, μεταλλοκετύλιο, μεταλλόκραμα, μεταλλομάστευση, μεταλλομιγής, μεταλλοξείδιο, μεταλλόπλυση, μεταλλοποίηση, μεταλλοποιός, μεταλλοργανικός, μεταλλοπρίονο, μεταλλοσκοπία, μεταλλοτεχνία, μεταλλούχος, μεταλλοφάνεια, μεταλλοφανής, μεταλλοφοβία, μεταλλοφόρος, μεταλλοχημεία, μεταλλόχρωμος].
Dictionary of Greek. 2013.